χράνο — και χρένο και κρένο, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Αrmoracia lapathifolia ή Cochlearia armorica, τού οποίου το ρίζωμα χρησιμοποιείται ως καρύκευμα ή ως φαρμακευτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. προελεύσεως ονομασίες] … Dictionary of Greek